- φρονήσεως
- φρονήσεω̆ς , φρόνησιςpurposefem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
αγνωμοσύνη — η (Α ἀγνωμοσύνη) νεοελλ. η μη εκδήλωση ευγνωμοσύνης, ευχαριστίας κάποιου προς τον ευεργέτη του, αχαριστία αρχ. 1. έλλειψη γνώσης, ενημερότητας σχετικά με κάτι 2. έλλειψη φρονήσεως, απερισκεψία 3. ανόητη υπερηφάνεια, υπεροψία, αλαζονεία 4. έλλειψη … Dictionary of Greek
ακμή — Η κόψη, το κοφτερό τμήμα ενός μεταλλικού οργάνου που κόβει ή χαράζει. Το κρίσιμο σημείο, η καμπή, ο κίνδυνος. Το κορύφωμα, η πλήρης ανάπτυξη, η ωριμότητα ενός πράγματος ή μιας κατάστασης. (Γεωμ.) α. δίεδρης γωνίας. Η κοινή ευθεία που σχηματίζουν… … Dictionary of Greek
επιστεφής — ἐπιστεφής, ές (AM) ο καλυμμένος, σκεπασμένος («ὕλης ἀγρίας ἐπιστεφής», Αρχίλ.) μσν. στολισμένος («ἐπιστεφής φρονήσεως ἡ κεφαλή», Ευστ.) αρχ. φρ. «κρητῆρας ἐπιστεφέας οἴνοιο» κρατήρες γεμάτους κρασί μέχρι τη στεφάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στεφής… … Dictionary of Greek
ευθηνία — και ευτηνιά, η (ΑΜ εὐθηνία) 1. η φτήνια, η πώληση σε χαμηλή τιμή 2. η ευτέλεια, η ποταπότητα αρχ. μσν. 1. αφθονία, επάρκεια αγαθών («ἰδοὺ ἔτη ἑπτὰ ἔρχεται εὐθηνία πολλή», ΠΔ) 2. ευημερία, ευμάρεια αρχ. 1. περίσσεια, επάρκεια («εὐθηνία φρονήσεως») … Dictionary of Greek
κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… … Dictionary of Greek
σοφία — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Ιταλία. Πέθανε από τη λύπη της μετά τον μαρτυρικό θάνατο των τριών θυγατέρων της επί Αδριανού (117 138). Η μνήμη της τιμάται στις 17 Σεπτεμβρίου. 2. Λέγεται ότι είχε ιατρικές γνώσεις … Dictionary of Greek
φρόνηση — η / φρόνησις, ήσεως, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φρόνασις Α γνώση τού ορθού, σύνεση, σωφροσύνη μσν. εγκράτεια («σωφρόνως τὴν ζωὴν διήνυσας... μετὰ φρονήσεως ἔσχες», Μηναί.) αρχ. 1. πρόθεση, σκοπός 2. αίσθηση, αντίληψη για κάτι 3. υψηλό φρόνημα, υπερηφάνεια… … Dictionary of Greek
Κρίτων — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Πλούσιος Αθηναίος πολίτης (5ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τον δήμο Αλωπεκής και υπήρξε στενός φίλος και συνδημότης του Σωκράτη, με τον οποίο είχε την ίδια ηλικία. Στον ομώνυμο διάλογο –Κρίτων–… … Dictionary of Greek